Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

To μάθημα των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση

Πορίσματα Ημερίδας της Θεολογικής Σχολής του Ε. Κ. Π. Α.

Το θέμα της Ημερίδας ήταν:

«Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση»

(Κεντρικό Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής 5-11-2008).

Σήμερα, Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2008, κατόπιν προσκλήσεως της κοσμητείας της Θεολογικής Σχολής του Ε. Κ. Π. Α., και με αφορμή τις πρόσφατες εγκυκλίους του Υ. Ε. Π. Θ για τον προαιρετικό ή μη χαρακτήρα του μαθήματος, διοργανώθηκε ημερίδα για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Κεντρικό Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής, στην οποία κλήθηκαν να παραστούν όλοι όσοι σχετίζονται κατά τρόπο άμεσο ή και έμμεσο με τη διδασκαλία του μαθήματος στην Α/θμια και κυρίως Β/θμια εκπαίδευση. Μετά την ολοκλήρωση των τοποθετήσεων των εκλεκτών προσκεκλημένων και κυρίως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. κ. Ιερωνύμου, των εισηγήσεων των ορισμένων από τη Σχολή εισηγητών αλλά και της συζητήσεως που ακολούθησε, είναι δυνατόν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα:

1) Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το σημερινό σχολείο, έχοντας ως χώρο λειτουργίας του τις σύγχρονες ανοικτές και πλουραλιστικές κοινωνίες διατρέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε εκπαιδευτήριο. Για την ουσιαστική αντίσταση σε αυτή τη μετατροπή αποτελεί όσο ποτέ άλλοτε ζωτικής φύσεως ανάγκη η αγωγή αξιών και η παιδεία ελευθερίας. Σ’ αυτό το σύγχρονο παιδαγωγικό τοπίο, όπου απειλείται άμεσα η ανθρωπιστική διάσταση του σχολείου, καλείται και το μάθημα των Θρησκευτικών να επιτελέσει το δύσκολο αλλά καθοριστικής σημασίας έργο του.

2) Οι δυνατότητες αυτές του μαθήματος των Θρησκευτικών να συμβάλει στη διάσωση της ανθρωπιστικής διαστάσεως του σύγχρονου σχολείου έχουν την αφετηρία τους στον χαρακτήρα και το ήθος που καλλιεργείται στην Ορθοδοξία. Πράγματι, η μελέτη της Ορθόδοξης παράδοσης αποκαλύπτει ένα αδαπάνητο θησαυρό, μία ανεξάντλητη πηγή κεντρικών αληθειών για τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Μας ανοίγει τα μάτια να δούμε την ομορφιά και το βάθος των όντων και παράλληλα μας κινητοποιεί να αντιστεκόμαστε στην χρησιμοθηρία. Η Ορθοδοξία απηχεί αναζητήσεις μια μοναδικής ποιότητας ζωής και πνευματικότητας. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι το μάθημα των θρησκευτικών συνενώνει την παράδοση, την πνευματικότητα και προκαλεί την κριτική σκέψη. Κατά αυτό τον τρόπο συμβάλλει στη διαμόρφωση του ήθους, αλλά και στην εξοικείωση του μαθητή με την ιδιοσυγκρασία της ελληνικής πραγματικότητας. Υπό την έννοια αυτή, ένα σωστά οργανωμένο μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία της Ελλάδας ίσως να μην ήταν ποτέ τόσο απαραίτητο όσο σήμερα και πάντως όχι λιγότερο χρήσιμο από ότι τα φιλολογικά μαθήματα ή τα Μαθηματικά.

3) Εξ άλλου, εν σχέσει προς τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι, χωρίς αμφιβολία, το μάθημα των Θρησκευτικών άλλαξε πρόσωπο τις τελευταίας δεκαετίες. Δεν είναι ένα νεκρό, απολιθωμένο κομμάτι της σχολικής πραγματικότητας. Καθιστά δυνατή την πρόσβαση στο πανανθρώπινο φαινόμενο της θρησκείας και ευνοεί μια κριτική αξιολόγησή του. Μαθαίνει τα παιδιά να μην ταυτίζουν τη θρησκεία με συντηρητισμό. Τα βοηθά να αντιμετωπίζουν και να διακρίνουν τη γνήσια πίστη από τον θρησκευτικό φανατισμό. Προωθεί την ανάπτυξη του πνεύματος της διαπολιτισμικότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν σε ένα καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης και προόδου. Ο παράγοντας αυτός είναι η γνώση, όπως αυτή διαμορφώνεται και υλοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας. Σκοπός αυτής της εναρμόνισης και προσαρμογής είναι να βοηθηθούν οι παιδαγωγούμενοι μέσω της σχολικής θρησκευτικής αγωγής να συνειδητοποιήσουν πρώτιστα ότι είναι άνθρωποι που οφείλουν ν’ αντιμετωπίζουν τη ζωή, τον εαυτό τους, το συνάνθρωπο και τη φύση με αγάπη, ανοχή, δέος, θαυμασμό και ευαισθησία. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται διά του σχολείου η απόκτηση εκ μέρους των παιδαγωγουμένων της απαραίτητης θρησκευτικής γνώσης και της ικανότητας για κρίση, σεβασμό, διακριτικότητα και ανοχή απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων.
Με αυτό τον τρόπο συσχετίζεται το διδασκόμενο θρησκευτικό υλικό με τα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο, όπως η πνευματική αναζήτηση, ο ανθρώπινος πόνος, η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η εκμετάλλευση και ο βιασμός της φύσης και του περιβάλλοντος κ.ά., τα οποία εξετάζονται και υπό το φως της διδασκαλίας και παράδοσης των διαφόρων θρησκειών, τόσο από άποψη διαχρονική όσο και συγχρονική.

4) Επί τη βάσει των ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η θρησκευτική αγωγή μπορεί να λειτουργήσει ως εισαγωγή του μαθητή στην κατανόηση της ενότητας των λαών της Ευρώπης χωρίς σύνορα. Ο μαθητής οφείλει να έχει κατάλληλη ενημέρωση για το τι και πώς πιστεύουν οι συμπολίτες του στην «Ευρώπη χωρίς σύνορα», στην «Ευρώπη των πολιτών». Την ενημέρωση αυτή οφείλει να τη λάβει στο σχολείο και μάλιστα μέσω της θρησκευτικής αγωγής. Θα πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο και οι άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι διδασκαλία των άλλων θρησκειών στη δημόσια εκπαίδευση δε σημαίνει υποτίμηση ή απόρριψη της παραδεδομένης θρησκευτικής πίστης και παράδοσης του τόπου μας. Η μελέτη των άλλων Θρησκειών, μαζί ασφαλώς με τη χριστιανική διδαχή, συντελεί στην ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση από τους μαθητές της πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς του τόπου τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες πολίτες οι οποίοι θα είναι συνειδητοί γνώστες της πλούσιας Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, θα μπορούν να την προβάλλουν οποτεδήποτε σε κάθε ενδιαφερόμενο, χωρίς φανατισμό, ηττοπάθεια ή μισαλλοδοξία.

5) Στο πλαίσιο μιας αυτοκριτικής επισημαίνεται το γεγονός ότι η σχολική θρησκευτική διδακτική πράξη και στην Ελλάδα κατά τον εικοστό αιώνα διακρίθηκε για τη συστηματική-ακαδημαϊκή δομή, την αφηρημένη σκέψη και τον έντονο ηθικό χαρακτήρα και προσανατολισμό της. Έτσι δε θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ότι συνδεόταν οργανικά με τη μυστηριακή ζωή και την πνευματικότητα του Ορθόδοξου χριστιανισμού.
Σήμερα, η σχολική θρησκευτική αγωγή εξακολουθεί να έχει τον ίδιο διπλό σκοπό α) να μεταδώσει τις βιβλικές, ιστορικές, δογματικές και ηθικές αλήθειες του Ορθόδοξου χριστιανισμού και β) να καταστήσει τους παιδαγωγουμένους ενεργά και δραστήρια μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο επιβάλλονται αλλαγές οι οποίες να συνδέονται με τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την ανάπτυξη της πληροφορίας στην εποχή της τεχνολογίας και του κοινωνικού και πολιτισμικού δεδομένου των πολύ-πολιτισμικών κοινωνιών.
Υπό την έννοια αυτή πρέπει να θεραπευθεί η ασυγχώρητη άγνοια που εμφανίζεται να υπάρχει ως προς τα σύγχρονα πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας και των συναφών επιστημών, γεγονός που δημιουργεί παράπονα σχετικά με τις μεθόδους διδασκαλίας αλλά και το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων της θρησκευτικής αγωγής.
Εξάλλου θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη οι ευκαιρίες που ανοίγονται από τις σύγχρονες τεχνολογίες για τη σύγχρονη παιδευτική διαδικασία. Βάσει αυτών μπορούμε να αναπτύξουμε ανοικτούς ορίζοντες, θεολογική και παιδαγωγική φαντασία για να προσεγγίσουμε τον σύγχρονο μαθητή και τις ευαισθησίες του.

6) Επί της ουσίας, δεν αρκούν οι δεδομένες δυνατότητες και ο ευρύς ορίζοντας του μαθήματος από μόνοι τους. Η ελληνική σχολική θρησκευτική αγωγή οφείλει να επανεξετάσει τους σκοπούς της και εν μέρει το περιεχόμενό της. Δεν αρκεί η θρησκευτική αγωγή να σκοπεύει μόνο στη μετάδοση θρησκευτικής γνώσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις ποικίλες διαστάσεις που συνθέτουν το θρησκευτικό φαινόμενο.
Το μάθημα των θρησκευτικών είναι μάθημα «πολιτισμού της ανθρωπότητας και ειρήνης». Τονίζει τη συμβολή των θρησκειών για τη θεμελίωση του «παγκόσμιου ήθους», το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επομένως, με κατάλληλες προσαρμογές στα αιτήματα των καιρών, μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν αισθητήριο για τα ουσιώδη της ζωής, για την ομορφιά, το μυστήριο, για τη διάσταση του βάθους. Έχει τη δυναμική να προάγει την κριτική σκέψη. Μπορεί να καλλιεργήσει την αντίσταση, μαθαίνοντας τα παιδιά να μην υποκύπτουν στους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς. Μπορεί να δώσει πειστικότερες απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα, καθιστώντας σαφή στους νέους τη σημασία του δικού τους προσωπικού αγώνα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Αλλά και στο κομμάτι του πολιτισμού μπορεί να προβάλλει το ρόλο της θρησκείας ευρύτερα για τη διαμόρφωση του πολιτισμού. Υπό την έννοια αυτή θα βοηθά το μαθητή να ανακαλύψει και να αγαπήσει την πολιτιστική του κληρονομιά.

7) Βεβαίως τα ανωτέρω επιβάλλουν τη διατήρηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος. Αν και είναι γεγονός ότι δύσκολα μπορούμε να αγνοήσουμε τις αλλαγές στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία, με την προϊούσα πολυπολιτισμική σύνθεση, ωστόσο είναι παράλογο στη σύγχρονη κοινωνία οι μαθητές να μην παρακολουθούν υποχρεωτικά το μάθημα Θρησκευτικών με το εμφανές ανθρωπιστικό και μορφωτικό περιεχόμενο.
Προς την κατεύθυνση της απρόσκοπτης διατήρησης του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος, έχουν κατά καιρούς συζητηθεί διάφορα μοντέλα θρησκευτικού μαθήματος. Κυρίως προβάλλονται τρία μοντέλα θρησκευτικού μαθήματος, τα οποία όμως πρέπει να συζητηθούν σε βάθος από τους αρμόδιους για το ζήτημα αυτό (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Θεολογικές σχολές) με τη διακριτική συμβολή της Εκκλησίας. Τα μοντέλα αυτά, με θετικά σημεία αλλά και αδυναμίες, είναι το ομολογιακό μάθημα, το θρησκειολογικό μάθημα και το πολιτιστικό μάθημα, υπό την έννοια ότι το μάθημα πρέπει να διευρύνεται και να εμπλουτίζεται συνεχώς, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα, εμπλουτιζόμενο με θρησκειολογική ύλη και φιλοσοφική θεώρηση και αναφορές στη συμβολή της Θρησκείας και ιδιαίτερα της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό.
Γενικώς όμως, η σχολική θρησκευτική αγωγή θα πρέπει να διευρύνει τους σκοπούς της, έτσι ώστε η έως τώρα μεμονωμένα προσφερόμενη βιβλική, ιστορική, δογματική, λειτουργική και ηθική Ορθόδοξη χριστιανική γνώση να ενσωματωθεί σε νέες διδακτικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές θα υπογραμμίζουν, ανάλογα με την ηλικία των παιδαγωγουμένων προς τους οποίους απευθύνονται, το δογματικό, αφηγηματικό εμπειρικό, ηθικό, τελετουργικό, αισθητικό και κοινωνικό περιεχόμενο του Ορθόδοξου χριστιανισμού.

8) Ένα χρόνιο πρόβλημα που συνδέεται με την ελλιπή ή και απαξιωτική θέση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Α/θμια εκπαίδευση, προκαλείται από την απουσία της διδασκαλίας του στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π. Τ. Δ. Ε.). Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε να ληφθεί μέριμνα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Π. Τ. Δ. Ε., διότι χιλιάδες νέων δασκάλων αποφοίτων οι οποίοι αναλαμβάνουν τη σχολική θρησκευτική αγωγή των νέων μαθητών, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έχουν καν ασχοληθεί με τον θεολογικό γνωστικό χώρο και τη Διδακτική των Θρησκευτικών.

9) Ως πρόταση σε αυτή την παρατεινόμενη αδιαφορία θα μπορούσε να προβληθεί η λύση του διορισμού θεολόγων ως δασκάλων ειδικότητας. Η Ελληνική κοινωνία έχει στενούς και άρρηκτους δεσμούς με τη Θεολογία, αλλά και την Ορθόδοξη πνευματικότητα. Οι Θεολογικές Σχολές της χώρας εγγυώνται την επιστημονική κατάρτιση των φοιτούντων σε αυτές και την επιστημονικώς κατοχυρωμένη προσφορά γνώσεων. Δεν μπορούμε λοιπόν, να αποκλείσουμε τους χιλιάδες αποφοίτους αυτών των Σχολών από την εκπαιδευτική διαδικασία.

10) Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων χρειάζεται να λειτουργήσει ως αρωγός στην αγωνία που εκφράζει η θεολογική οικογένεια και όχι να λαμβάνει αποφάσεις ερήμην της. Υπό την έννοια αυτή οφείλει να εκδώσει τέταρτη διευκρινιστική εγκύκλιο, όπου θα διασαφηνίζονται όλες οι ασάφειες που δημιουργήθηκαν από τις τρεις προηγούμενες εγκυκλίους με τη ρητή και σαφή επισήμανση περί του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος.

Πηγή: www.zoiforos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου